- συνερώ
- (I)-άω, Α1. αγαπώ κι εγώ το ίδιο πρόσωπο με κάποιον άλλο2. μέσ. συνερῶμαι, -άομαιέχω αμοιβαία αγάπη, έχω αμοιβαίο έρωτα με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐρῶ (Ι) «αγαπώ»].————————(II)-άω, Αανακατεύω μαζί.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐρῶ (ΙΙ) «χύνω έξω»].————————(III)-έω, Ασυνηγορώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐρῶ (III), μέλλ. τού συναγορεύω*].
Dictionary of Greek. 2013.